γλυκύτης

γλυκύτης
γλυκύτης
sweetness of taste
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλυκύτησι — γλυκύτης sweetness of taste fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύτησιν — γλυκύτης sweetness of taste fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύτητα — γλυκύτης sweetness of taste fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύτητας — γλυκύτης sweetness of taste fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύτητες — γλυκύτης sweetness of taste fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύτητι — γλυκύτης sweetness of taste fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύτητος — γλυκύτης sweetness of taste fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύτητα — και γλυκότητα και γλυκότη, η (AM γλυκύτης, Μ και γλυκύτητα και γλυκότης και γλυκότητα) 1. γλυκιά γεύση, γλύκα 2. απόλαυση, ευχαρίστηση 3. γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά μσν. νεοελλ. 1. ερωτική ηδονή 2. ευτυχία 3. ευχάριστο,… …   Dictionary of Greek

  • сласть — ж. удовольствие . Заимств. из цслав., ст. слав. сласть γλυκύτης, ἡδονή (Остром., Супр.). От сладкий, см. солодкий …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • солостить — щу иметь сладковатый привкус . Связано со ст. слав. сласть γλυκύτης (см. сласть). Образовано от исконнорусск. *солость (из *sold tь), см. солодкий …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”